Περιβαλλοντικές τοξικές ουσίες που διαταράσσουν την ενδοκρινική λειτουργία: Οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, στη ζωική παραγωγή και στον άνθρωπο. Environmental toxic Endocrine Disrupting Compounds (EDCs): Effects on environment, animal production and human El En

Fiche du document

Date

24 novembre 2017

Discipline
Type de document
Périmètre
Langue
Identifiant
Source

eJournals

Relations

Ce document est lié à :
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/jhv [...]

Organisation

EKT ePublishing

Licence

Copyright (c) 2017 I. DOSIS (Ι. ΔΟΣΗΣ), A. KAMARIANOS (Α. ΚΑΜΑΡΙΑΝΟΣ)




Citer ce document

DOSIS (Ι. ΔΟΣΗΣ) I. et al., « Περιβαλλοντικές τοξικές ουσίες που διαταράσσουν την ενδοκρινική λειτουργία: Οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, στη ζωική παραγωγή και στον άνθρωπο. », eJournals, ID : 10670/1.uor2vu


Métriques


Partage / Export

Résumé El En

Οι ουσίες που διαταράσσουν την ενδοκρινική λειτουργία (Endocrine Disrupting Compounds - EDCs) αντιπροσωπεύουν μια ομάδα χημικών ενώσεων που περιλαμβάνουν αρκετές κατηγορίες. Από τις ενώσεις αυτές άλλες είναι φυσικής προέλευσης,όπως τα φυτικά οιστρογόνα και τα μυκοοιστρογόνα, ενώ οι περισσότερες είναι χημικώς συντιθέμενες. Κατάλοιπα αυτώντων ουσιών βρίσκονται σε λύματα, οτο υδάτινο περιβάλλον ή στην ατμόσφαιρα και σε τρόφιμα φυτικής ή ζωικής προέλευσης. Οι σπουδαιότερες από αυτές τις ενώσεις είναι τα οργανοχλωριωμένα παρασιτοκτόνα, οι αλκυλοφαινόλες, οι φθαλικές ενώσεις, τα πολυχλωριωμένα διφαινυλια (PCBs), οι διοξίνες και οι πολυβρωμιωμένοι διφαινυλαιθέρες (PBDEs). Οι ιδιότητες τους τις καθιστούν ως ευρέως διαδεδομένες και ανθεκτικές σε αποδόμηση στο περιβάλλον, έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις και έχουν βρεθεί ουσιαστικά σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Οι πηγές από τις οποίες προέρχονται ποικίλλουν από άμεσες, όπως εκροές υγρών αποβλήτων, υπονόμων, βιομηχανικών λυμάτων ή αγροτικών καλλιεργειών, μέχρι έμμεσες, όπως έκπλυση από καλλιεργήσιμες εκτάσεις, μεταφορά των ουσιών μέσω βροχής ή ατμόσφαιρας από αστικά και βιομηχανικά κέντρα σε ποτάμια και οτο φυσικό περιβάλλον. Κάποιες από αυτές τις ουσίες αποδομουνται με γρήγορους ρυθμούς στο περιβάλλον ή στο ανθρώπινο σώμα ή μπορεί να εμφανίζονται για πολύ σύντομες χρονικές περιόδους, αλλά και σε περιόδους ιδιαίτερα κρίσιμες, όπως αυτές της ανάπτυξης ενός οργανισμού. Παρόλο που βρίσκονται στο περιβάλλον σε χαμηλές συγκεντρώσεις, η συνεχής έκθεση των ζωντανών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, προκαλούν δυσμενείς επιπτώσεις, όπως διατάραξη της αναπαραγωγικής λειτουργίας και του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς και καρκινογένεση. Οι επιπτώσεις είναι εμφανείς στην πανίδα και ειδικότερα σε ψάρια και σε εργαστηριακά πειράματα. Ειδικότερα, έχει παρατηρηθεί φυλετική αλλαγή σε ψάρια και σε αρουραίους, λέπτυνση του κελύφους των αυγών των πτηνών, διαταραχή της θυροειδικής λειτουργίας και διαταραχές νοητικών και φυσιολογικών λειτουργιών της πανίδας. Περισσότερο σημαντικές, όμως, είναι οι διαταραχές που παρουσιάζονται στο αναπαραγωγικό και στο ανοσοποιητικό σύστημα των ζώων. Όσον αφορά στον άνθρωπο, η μείωση των δεικτών ποιότητας και ποσότητας του σπέρματος έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με την έκθεση στις ουσίες αυτές, και επιπλέον, υπάρχουν υποψίες που συνδέουν προσαυξήσεις περιστατικών καρκίνου, όπως καρκίνος των όρχεων, με την έκθεση σε EDCs. Εντούτοις, αν και είναι γνωστό ότι πολλές χημικές ουσίες του περιβάλλοντος μπορούν να παρεμβαίνουν στις φυσιολογικές ορμονικές διαδικασίες, υπάρχουν ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία ότι η ανθρώπινη υγεία μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά και άμεσα από ενδοκρινικά ενεργές χημικές ουσίες. Υπάρχουν, όμως,επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, όπως εργαστηριακές έρευνες, οι οποίες καταδεικνύουν τα δυσμενή αποτελέσματα που παρατηρούντα ισε ζωντανούς οργανισμούς λόγω της μεσολάβησης ενδοκρινικών ουσιών. Οι τρόποι έκθεσης των οργανισμών είναι πολυάριθμοι. Ο πιο συνήθης τρόπος έκθεσης είναι μέσω της τροφής, ιδιαίτερα σε ζώα νεότερης ηλικίας, τα οποία καταναλώνουν τροφή που περιέχει υψηλότερα ποσοστά λίπους (π.χ. γάλα). Το έδαφος είναι ένας άλλος τρόπος έκθεσης. Έτσι, τα βόσκοντα ζώα τείνουν να έχουν υψηλότερους παράγοντες κίνδυνου, λόγω της επιφανειακής ρύπανσης του εδάφους με EDCs. Η φυτική τροφή με κατάλοιπα EDCs είναι, επίσης, παράγων υψηλού κίνδυνου για τα βόσκοντα ζώα. Αντίθετα, τα ζώα που εκτρέφονται με τυποποιημένες ζωοτροφές βρίσκονται σε χαμηλότερο κίνδυνο, καθώς οι ζωοτροφές αυτές ελέγχονται κατά κανόνα για τα επίπεδα τέτοιων ουσιών.Η κατανάλωση πόσιμου νερού δεν θεωρείται σημαντική πηγή έκθεσης.Τα EDCs έχουν την ιδιότητα να δρουν είτε ως ορμονικοί συναγωνιστές ή ανταγωνιστές ή να διαταράσσουν την ορμονική σύνθεση,την αποθήκευση ή το μεταβολισμό. Λόγω της ανθεκτικότητας τους στο περιβάλλον, συσσωρεύονται στους λιπώδεις ιστούς, απ' όπου απελευθερώνονται σε περιόδους, όπως αυτές της κύησης ή του θηλασμού, όπου οι απαιτήσεις ενέργειας αυξάνονται, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό έμβρυα και νεογνά, που είναι πολύ ευάλωτα σε αυτά τα στάδια ανάπτυξης, σε υψηλές συγκεντρώσεις EDCs. Οι σκέψεις και οι ανησυχίες που προκύπτουν λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση σε EDCs οφείλονται κυρίως:- στις δυσμενείς επιπτώσεις που παρατηρούνται στην πανίδα, καιγενικότερα στη δομή των οικοσυστημάτων- στα αυξημένα περιστατικά ενδοκρινικά συσχετιζόμενων ασθενειώνστον άνθρωπο και- στη διαταραχή της ενδοκρινικής λειτουργίας που προέρχεται απότην έκθεση σε χημικές ουσίες του περιβάλλοντος που παρατηρούνταισε πειραματόζωα.

Endocrine disrupting compounds (EDCs) encompass a variety of chemical classes, including several different categories of substances. Some are natural, such as plant oestrogens and mycoestrogens, while most are chemically composed. Residues are found in water, in sewage sludge, in the atmosphere and in foodstuff of vegitative or animal origin. The most common compounds include organochlorine pesticides, alkyl phenols, pthalates, polychlorinated biphenyls (PCBs), dioxins and polybrominated diphenyl ethers (PBDEs). Their properties render some as ubiquitous and persistent in the environment, they can be transported long distances and have been found in virtually all regions of the world. Their sources can vary from direct, such as effluents from wastewater, sewage, industrial sludge processes or agricultural effluents, to indirect, such as filtering agricultural soils, transportation through rain or air from civil and industrial centers to rivers and the surrounding environment. Others are rapidly degraded in the environment or human body or may be present for only short periods of time, but at critical periods of development. Although in low concentrations, the continuous exposure of animals of many species, including humans, induces adverse effects, such as disruption of reproductive function and of the immune system, as well as carcinogenic effects. The effects are obvious in wildlife, especially fish, and laboratory experiments. Sex change (feminizing) in fish has been observed, sexual differentiation in rats, egg shelling thinning, thyroid function disruption and mental and physical function disruption in wildlife. Most important and common is the disruption in the reproductive and the immune system of animals. As far as humans are concerned, reduction in sperm count and sperm quality has been heavily linked with EDC exposure, and furthermore, suspicions arise linking several cancer incident increments, such as testicular cancer, to EDC exposure. Still, although it is clear that many environmental chemicals can interfere with normal hormonal processes, there is weak evidence that human health can be adversely and directly affected by exposure to endocrine active chemicals. However, there is sufficient evidence to conclude that adverse endocrine mediated effects have occurred in wildlife species and laboratory studies exist to support these conclusions. The routes of exposure are numerous. Food is a common route of exposure, especially in younger animals that consume food containing higher fat percentages (e.g. milk). Soil is another route of exposure. Thus grazing animals tend to have a higher risk factor, due to surface soil pollution with EDCs. A vegetative nutrition with EDC residues is another high risk factor for these animals. On the other hand, animals bred with forage tend to be at lower risk factor, given that food is tested for low levels of EDCs. Water intake is not considered a significant route of exposure. EDCs possess the ability to act as either hormone agonists or antagonists or disrupt hormone synthesis, storage or metabolism. Due to their persistence in the environment, they are concentrated in fat tissue and are released when the fat is mobilized duringpregnancy or lactation, thus exposing embryos and neonates, which are very susceptible at this stage of development, to high concentrations of EDCs. The concerns that arise regarding the exposure to these EDCs are due primarily to:- these adverse effects observed in certain wildlife, fish and ecosystems- the increased incidences of certain endocrine-related human diseases and- endocrine disruption resulting from exposure to certain environmental chemicals observed in laboratory experimental animals.

document thumbnail

Par les mêmes auteurs

Sur les mêmes sujets

Sur les mêmes disciplines

Exporter en