8 juin 2007
Ce document est lié à :
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/geo [...]
Copyright (c) 2018 Th. Rondoyanni, D. Galanakis, Ch. Georgiou, I. Baskoutas , https://creativecommons.org/licenses/by-nc/4.0
Th. Rondoyanni et al., « IDENTIFYING FAULT ACTIVITY IN THE CENTRAL EVOIKOS GULF (GREECE) », eJournals, ID : 10670/1.zni7vf
Η περιοχή του κεντρικού Ευβοϊκού κόλπου χαρακτηρίζεται από μέτρια σεισμική δραστηριότητα, ενώ λόγω και της χαμηλής μορφολογίας απουσιάζουν χαρακτηριστικές μορφοτεκτονικές δομές ενεργού τεκτονικής. Εν τούτοις, η γεωλογική χαρτογράφηση σε κλίμακα 1:5.000, η αξιολόγηση των λιθοστρωματογραφικών δεδομένων και η τεκτονική ανάλυση στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκίδας και την παρακείμενη περιοχή της Δροσιάς, έκανε εφικτή τη διαπίστωση ύπαρξης ενεργών και δυνητικώς ενεργών ρηγμάτων. Τα ρήγματα αυτά σχηματίστηκαν ή ανέδρασαν κατά τη διάρκεια του Τεταρτογενούς, αφού επηρεάζουν π^στοκαινικές υφάλμυρες και χερσαίες αποθέσεις. Ορισμένα από τα ρήγματα τα οποία βρίσκονται στην επαφή του προνεογενούς υποβάθρου με τους τεταρτογενείς σχηματισμούς παρουσιάζουν μεγάλου εύρους κατοπτρικές επφάνειες, με γραμμώσεις ολίσθησης και άλλες καθοδηγητικές μικροδομές, που έδωσαν τη δυνατότητα προσδιορισμού του πεδίου των τεκτονικών τάσεων. Η προέκταση των ρηγμάτων μέσα στις εκτεταμένες αλλουβιακές πεδιάδες επιβεβαιώθηκε με την εκτέλεση γεωφυσικών ερευνών. Μεταξύ των ρηγμάτων που προσδιορίστηκαν θεωρούνται σημαντικότερα τα ενεργά ρήγματα Αγ. Μηνά-Χαλκίδας, Αυλίδας και Αευκαντίου. Το πρώτο, με διεύθυνση ΑΒΑ-ΑΝΔ και νότια κλίση εκτείνεται από τη χερσόνησο της Δροσιάς μέχρι βόρεια από την Χαλκίδα Τα άλλα δύο είναι παράλληλα αντιθετικά ρήγματα με διεύθυνση ΑΒΑ-ANA που οριοθετούν το αρχικό τμήμα του Νότιου Ευβοϊκού κόλπου στην Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια αντίστοιχα. Η χαρτογράφηση και ο προσδιορισμός ενεργών ρηγμάτων και η επιβεβαίωση τους με γεωφυσικά δεδομένα σε μια περιοχή όπου απουσιάζουν τα εμφανή κριτήρια αναγνώρισης τέτοιων δομών, έχει ιδιαίτερη σημασία κυρίως για την αξιολόγηση της σεισμικής επικινδυνότητας. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τους τελευταίους μεγάλους απρόβλεπτους σεισμούς στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, γίνεται φανερή η ανάγκη προσανατολισμού της διεπιστημονικής έρευνας στην μελέτη περιοχών που θεωρούνται μειομένου ενδιαφέροντος από σεισμοτεκτονική άποψη.